-
1 αποδακρυω
1) рыдать (по), оплакивать(τινά и τι Plat., Plut.)
2) плакать, рыдать Arph.3) источать, струить(πίσσαν καὴ ῥητίνην Plut.)
4) вызывать слезы(τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Luc.)
1 αποδακρυω
(τινά и τι Plat., Plut.)
(πίσσαν καὴ ῥητίνην Plut.)
(τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Luc.)